- ολίγος
- ολίγος, -η, -ο και λίγος, -η, -ο1. μικρός σε αριθμό, πλήθος, ποσότητα: Έναν καφέ με ολίγη. – Λίγο σιτάρι.2. μικρός σε μέγεθος, έκταση, ένταση: Λίγο το οικόπεδο. – Λίγο το κακό.3. μικρός σε διάρκεια, σύντομος: Λίγος καιρός. – Λίγη ώρα έχει που έφυγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.